Η Εύα Καϊλή μιλά για όσα συνέβησαν από τη σύλληψή της στη Liberation και δίνει την δική της εκδοχή για το σκάνδαλο του Qatargate.
Η κ. Καϊλή περιγράφει με λεπτομέρειες το τι συνέβη την ημέρα της σύλληψής τόσο της ίδιας όσο και του Φραντσέσκο Τζόρτζι. «Είχα παραλύσει από τρόμο» τιτλοφορείται η συνέντευξη, ενώ μεταξύ άλλων αναφέρει :
«Με έβαλαν στη φυλακή για κάτι στο οποίο δεν ήμουν μπλεγμένη. Δεν αναφέρθηκα ποτέ στις συζητήσεις μεταξύ Παντσέρι και Τζόρτζι τις οποίες η αστυνομία άκουγε για ένα χρόνο. Όλα τα χρήματα ήταν δικά τους και το είπαν στον δικαστή. Είναι τόσο προφανές ότι δεν έχω κανέναν ρόλο σε αυτή την υπόθεση. Ό,τι έχω πει ή κάνει είναι δημόσιο, ιδίως για το Κατάρ, και δεν έχω καμία δυνατότητα να επηρεάσω οτιδήποτε μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».
Αλλά πώς είναι δυνατόν να μην γνώριζε ότι ο σύζυγός της, ο οποίος δεν ζει πλέον μαζί της, έκρυβε περισσότερα από 600.000 ευρώ σε δύο μικρά χρηματοκιβώτια στο γραφείο του και στο υπνοδωμάτιο της κόρης του;
«Τον εμπιστευόμουν απόλυτα. Έχω βρεθεί σε σχέσεις όπου δεν εμπιστευόμασταν ο ένας τον άλλον και δεν το ήθελα αυτό μαζί του. Δεν είχα δει ποτέ αυτά τα χρήματα, έτσι είναι τα πράγματα».
«Ξέρω ότι φαίνομαι ένοχη»
Αφηγείται με λεπτομέρειες την κρίσιμη Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου: «Η αστυνομία σταμάτησε τον Φραντσέσκο στο πάρκινγκ όπου πηγαίναμε να πάρουμε το αυτοκίνητό μας. Οι αστυνομικοί μου είπαν ότι δεν μπορούσαν να μου πουν τι συνέβαινε, αλλά ότι δεν με αφορούσε και ότι το διαμέρισμά μου προστατεύεται από τη βουλευτική ασυλία. Πήγα σπίτι και ζήτησα από τον πατέρα μου να βγάλει την κόρη μου έξω μέχρι να καταλάβω τι συνέβαινε.
Πέρασα δύο ώρες στέλνοντας μηνύματα στον Φραντσέσκο και τον αδελφό του, καλώντας την αστυνομία και τους δικηγόρους μου. Τηλεφώνησα επίσης στον Μαρκ Ταραμπέλα και στη Μαρία Αρένα [πρόεδρος της υποεπιτροπής ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου], τους μόνους δύο Βέλγους που γνώριζα, για να προσπαθήσω να μάθω περισσότερα.
Σε εκείνο το σημείο, «κάποιος μου έστειλε το άρθρο της εφημερίδας Le Soir που αποκάλυπτε ότι οι Παντσέρι και Τζόρτζι είχαν συλληφθεί και κατηγορούνταν για διαφθορά. Παρόλο που δεν μιλάω γαλλικά, καταφέρνω να καταλάβω. Ήμουν εντελώς σοκαρισμένη. Ο εγκέφαλός μου σταμάτησε να λειτουργεί. Ανέβηκα επάνω για να ψάξω το γραφείο του Φραντσέσκο για να μάθω τι είχε συμβεί. Ήλεγξα τις σημειώσεις του, το ντουλάπι του, τις τσάντες του.
Μετά άνοιξα τα χρηματοκιβώτια του, παρά το ότι είχε κωδικό, γιατί ξέρω ότι χρησιμοποιεί μόνο έναν, αυτόν για τα γενέθλια της μητέρας του. Και εκεί ανακάλυψα πολλά μετρητά. Αμέσως σκέφτηκα ότι ήταν χρήματα του Παντσέρι. Ο πατέρας μου επέστρεψε και του έδωσα μια τσάντα με τα χρήματα και μερικά πράγματα για το μωρό για να τα πάρει στο Sofitel όπου έμενε.
Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Είχα παραλύσει από τον τρόμο. Καταλαβαίνω ότι η αντίδρασή μου δεν είχε κανένα νόημα. Ήθελα απλώς να βγάλω αυτά τα χρήματα που δεν μου ανήκαν από το σπίτι μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Ξέρω ότι φαίνομαι ένοχη. Απλώς άφησα τα χρήματα που δεν ήταν σε δέσμη [150.000 ευρώ], επειδή νόμιζα ότι ανήκαν στον Φραντσέσκο».
Κακομεταχείριση
Στη συνέχεια αναφέρεται στις πρώτες ώρες που βρέθηκε στη φυλακή, κατηγορώντας τις βελγικές αρχές ότι την κρατούσαν σε απομόνωση από τους δικηγόρους της για κάποιες ημέρες, της αφαίρεσαν το κινητό και όλα αυτά σε μια προσπάθεια όπως υποστηρίζει να κερδίσουν χρόνο για να πάρουν αποσπάσουν την ομολογία Παντσέρι.
Κάνει λόγο για κακομεταχείριση από τις βελγικές αρχές που δεν την άφηναν να δει το παιδί της κάτι το οποίο τελικά δρομολογήθηκε μετά από παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας της Ιταλίας, όπως αναφέρει.